Όταν τρώμε, τρώμε επειδή πεινάμε, το οποίο ρυθμίζει την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνουμε. Επίσης, τρώμε λόγω γεύσης, το οποίο ρυθμίζει την ποιότητα του φαγητού που καταναλώνουμε. Η γεύση ελέγχεται κυρίως από ορισμένους υποδοχείς που βρίσκονται στη γλώσσα. Ήδη από τη λίθινη εποχή, έχουμε την προδιάθεση να μας αρέσει η γλυκιά γεύση, η λιπαρή γεύση και η γεύση των τροφών που είναι πλούσια σε πρωτεΐνες. Από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας, όλοι αυτοί οι υποδοχείς επέτρεψαν στον άνθρωπο να αναγνωρίζει άμεσα όλα τα φαγητά που είναι πλούσια σε ενέργεια ή σε στοιχειώδη μεταλλικά άλατα και να τα εκτιμά.
Από την άλλη, έχουμε υποδοχείς για τις πικρές και ξινές γεύσεις, που μας κάνουν να δυσανασχετούμε για τρόφιμα που είναι πλούσια σε αυτές. Αυτή η απέχθειά μας για το πικρό συμβαίνει για να μας προστατέψει από την κατάποση τοξικών ουσιών, ενώ αυτή για τα ξινά επιτρέπει στο σώμα μας να αναγνωρίζει τα αλλοιωμένα τρόφιμα. Αλλά το ξινό και το πικρό είναι επίσης γεύσεις που έχουν πολλά λαχανικά που προφανώς μεν δεν είναι τοξικά αλλά είναι χαμηλής ενεργειακής αξίας, ενώ είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά που μας προστατεύουν ενάντια στη γήρανση προάγοντας την ανάπλαση των κυττάρων.
Ωστόσο, οι υποδοχείς από μόνοι τους δεν είναι υπεύθυνοι για τις επιλογές μας. Το να μας αρέσει ένα τρόφιμο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη συνήθειά μας να το βλέπουμε και να το γευόμαστε. Πράγματι, ένα φαγητό χρειάζεται τουλάχιστον 8 με 10 επαναληπτικές δοκιμές σε μικρό χρονικό διάστημα για να αναγνωριστεί και να εκτιμηθεί από τους υποδοχείς.
Εάν θέλουμε να είμαστε υγιείς, χωρίς να αναπτύξουμε χρόνιες εκφυλιστικές ασθένειες όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης και ενδεχομένως ορισμένα είδη καρκίνου, πρέπει να μάθουμε να αρεσκόμαστε σε αυτές τις γεύσεις (ξινό και πικρό) που προστατεύουν την υγεία μας.